κοπάλιο

κοπάλιο
το
βοτ. κοινή ονομασία ρητινών ποικίλης προέλευσης που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή βερνικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copal < ισπ. copal < copal «ρετσίνι», λ. τής γλώσσας Nahuatl τών Ινδιάνων τής Κεντρικής Αμερικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοπαλιόδεντρο — το κοινή ονομασία πολλών δένδρων που παράγουν κοπάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copal tree < copal (πρβλ. κοπάλιο) + tree «δένδρο»] …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κοπαλίνης — Ορυκτή ρητίνη, του τύπου C40Η64Ο, που αποτελείται κυρίως από ρητινικά οξέα. Μοιάζει με το ήλεκτρο, έχει κιτρινοπράσινο έως καστανό χρώμα, υψηλό σημείο τήξης (πάνω από 360°C) και μεγάλη χημική σταθερότητα. Το ειδικό βάρος του είναι 1,1 gr/cm3 και… …   Dictionary of Greek

  • λουστρίνι — Κατεργασμένο δέρμα, βερνικωμένο με βερνίκι από νέφτι και κοπάλιο. Βλ. λ. δέρμα. * * * το 1. γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας 2. στον πληθ. τα λουστρίνια υποδήματα από τέτοιο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrino «γυαλιστερό» (< ιταλ. lustro… …   Dictionary of Greek

  • λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”