κοπαλιόδεντρο — το κοινή ονομασία πολλών δένδρων που παράγουν κοπάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copal tree < copal (πρβλ. κοπάλιο) + tree «δένδρο»] … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κοπαλίνης — Ορυκτή ρητίνη, του τύπου C40Η64Ο, που αποτελείται κυρίως από ρητινικά οξέα. Μοιάζει με το ήλεκτρο, έχει κιτρινοπράσινο έως καστανό χρώμα, υψηλό σημείο τήξης (πάνω από 360°C) και μεγάλη χημική σταθερότητα. Το ειδικό βάρος του είναι 1,1 gr/cm3 και… … Dictionary of Greek
λουστρίνι — Κατεργασμένο δέρμα, βερνικωμένο με βερνίκι από νέφτι και κοπάλιο. Βλ. λ. δέρμα. * * * το 1. γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας 2. στον πληθ. τα λουστρίνια υποδήματα από τέτοιο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrino «γυαλιστερό» (< ιταλ. lustro… … Dictionary of Greek
λινόλεουμ — Βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται ευρύτατα για πατώματα και επενδύσεις. Το επινόησε και το παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Άγγλος Φρέντερικ Γουόλτον το 1863. Το λ. αποτελείται κυρίως από λινέλαιο αναμεμειγμένο με ρητίνες και ειδικότερα με… … Dictionary of Greek